προβουλευμα

προβουλευμα
    προβούλευμα
    προ-βούλευμα
    -ατος τό (в Афинах) постановление совета пятисот - βουλή (до его утверждения в ἐκκλησία) Dem., Aeschin.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "προβουλευμα" в других словарях:

  • προβούλευμα — preliminary decree of the senate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβούλευμα — το, ΝΑ [προβουλεύω] (στην αρχ. Αθήνα και στο αττ. δίκ.) προκαταρκτική απόφαση ή διάταξη ή σχέδιο νόμου το οποίο μετά από την επιψήφιση τής εκκλησίας τού δήμου επικυρωνόταν και καθίστατο βούλευμα, απόφαση νεοελλ. (κατά την προϊσχύσασα ποιν. δικ.)… …   Dictionary of Greek

  • προβούλευμα — το, ατος πράξη του εισαγγελέα πρωτοδικών με την οποία απορρίπτει μήνυση ως αβάσιμη κατά το νόμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προβούλευμ' — προβούλευμα , προβούλευμα preliminary decree of the senate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Пробулевма — (προβούλευμα). Афинские законы требовали, чтобы каждый вопрос, подлежавший решению народного собрания, предварительно был рассмотрен советом 500 (булэ), который должен был высказать о нем свое мнение. Такое предварительное определение совета… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • προβουλευμάτια — προβούλευμα preliminary decree of the senate neut nom/voc/acc pl προβουλευμάτιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβουλεύμασιν — προβούλευμα preliminary decree of the senate neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβουλεύματα — προβούλευμα preliminary decree of the senate neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβουλεύματος — προβούλευμα preliminary decree of the senate neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβουλεύω — ΝΑ, αιολ. τ. προβολλεύω Α νεοελλ. (η μετχ. παθ. παρακμ.) προβεβουλευμένος, η, ο προσχεδιασμένος, προμελετημένος αρχ. 1. σκέπτομαι ή αποφασίζω κάτι εκ τών προτέρων 2. (στην Αθήνα και για τη βουλή) κρίνω και αποφασίζω προκαταρκτικώς, αποφαίνομαι με …   Dictionary of Greek

  • προβουλεύματ' — προβουλεύματα , προβούλευμα preliminary decree of the senate neut nom/voc/acc pl προβουλεύματι , προβούλευμα preliminary decree of the senate neut dat sg προβουλεύματε , προβούλευμα preliminary decree of the senate neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»